- ἐξαρτήματος
- ἐξάρτημαthat which is suspended fromneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόρμος — ο, ΝΑ κοίλωμα στο άκρο ενός ξύλινου ή μεταλλικού τεμαχίου μέσα στο οποίο μπορεί να εφαρμόσει άλλο τεμάχιο έτσι ώστε τα δύο σώματα να συνδεθούν ισχυρά και να συμπεριφέρονται μηχανικά ως ενιαίο σώμα νεοελλ. μικρή προεξοχή μεταλλικού, ξύλινου ή… … Dictionary of Greek
διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… … Dictionary of Greek
κλειδαριά — η μηχανική διάταξη με την οποία επιτυγχάνεται το κλείσιμο και η ασφάλιση θύρας ή καλύμματος δοχείου ή άλλου κινητού εξαρτήματος έτσι ώστε να μην μπορεί να ανοιχθεί παρά μόνο με κλειδί ή με σειρά χειρισμών που μπορούν να εκτελεστούν μόνο από… … Dictionary of Greek
κουζινέτο — το 1. μικρή συσκευή που χρησιμοποιείται για μαγείρεμα 2. έδρανο περιστρεφόμενου άξονα ή άλλου εξαρτήματος μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coussinet < γαλλ. cousin] … Dictionary of Greek
κούρδισμα — και κούρντισμα και χόρδισμα, το [κουρδίζω] 1. η ένταση, το τέντωμα τών χορδών μουσικού οργάνου 2. η συσπείρωση τού ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανικής συσκευής με τη συστροφή ειδικού εξαρτήματος 3. πείραμα … Dictionary of Greek
οπλοβομβιδοβόλο — και οπλοβομβόλο, το στρ. φορητό όπλο με το οποίο εκτοξεύονται οπλοβομβίδες με την προσθήκη ειδικού εξαρτήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπλοβομβίδα + βόλο (< βάλλω), πρβλ. μυδραλιο βόλο] … Dictionary of Greek
παραγλώσσες — οι εντομολ. χιτινώδη εξαρτήματα, είδος λοβών που εκφύονται από το κάτω χείλος τών εντόμων και βρίσκονται εκατέρωθεν ενός άλλου εξαρτήματος, τού γλωσσιδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. paraglossae (< παρ[α] * + γλώσσα)] … Dictionary of Greek
πλευροβράγχιο — το, Ν βράγχιο στερεωμένο στο τοίχωμα τού σώματος τών καρκινοειδών, κάτω από την άρθρωση ενός θωρακικού εξαρτήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pleurobrancie < πλευρά + βράγχιο] … Dictionary of Greek
πολύσφηνο — το, Ν (μηχανολ.) ακραίο τμήμα ενός άξονα το οποίο φέρει αυλακοτομία, δηλαδή, ραβδώσεις παράλληλες προς τον άξονα τού εξαρτήματος, ώστε να αποκαθίσταται έτσι ισχυρή σύνδεση τών δύο εξαρτημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
προποδίδιο — το, Ν ζωολ. το προτελευταίο άρθρο τού τυπικού εξαρτήματος τών καρκινοειδών και το έκτο τών θωρακικών ποδών τών μαλακοστράκων … Dictionary of Greek